Czasowniki

 0    187 informačný list    wojciechsuperson
stiahnuť mp3 vytlačiť hrať Skontrolujte sa
 
otázka Odpoveď
iść
začať sa učiť
πηγαίνω
daję
začať sa učiť
δίνω
brać
začať sa učiť
παίρνω
myśleć
začať sa učiť
νομίζω
robić
začať sa učiť
κάνω
mieć
začať sa učiť
έχω
ja kupuję
začať sa učiť
αγοράζω
Zaczynαć
začať sa učiť
αρχήζω
słyszeć
začať sa učiť
ακούω
jeść
začať sa učiť
τρώω
widzieć
začať sa učiť
βλέπω
być
začať sa učiť
είναι
pisac
začať sa učiť
εγγραφω
śpiewać
začať sa učiť
τραγουδώ
mówić
začať sa učiť
μιλώ
rozumieć
začať sa učiť
καταλαβαίνω
zamykac
začať sa učiť
κλείνω
sprzedawać
začať sa učiť
Πουλώ
opuszczać
začať sa učiť
αφήνω
rosnąć
začať sa učiť
καλλιεργώ
budować
Bardzo powoli buduję swoją kondycję i siłę
začať sa učiť
χτίζω
Χτίζω τη φυσική μου κατάσταση και τη δύναμή μου πολύ αργά
przymierzać
začať sa učiť
δοκιμάζω
myć
začať sa učiť
πλύνω
wybierać
začať sa učiť
επιλέγω
zapominać
začať sa učiť
ξεχνάμε
Συχνά ξεχνάω πώς είναι το όνομά της
pożyczać
začať sa učiť
δανειζω
θα ήθελα να δανείζω αυτό το βιβλίο
kraść
začať sa učiť
κλέβω
kłaść
začať sa učiť
θέσω
nosić
začať sa učiť
φοράω
zdejmować
začať sa učiť
γδύνω
latać
začať sa učiť
πετώ
biegać
začať sa učiť
τρέχω
obudzić się
začať sa učiť
ξυπνω
trzymać
začať sa učiť
Κρατήσω
relaksuję się
začať sa učiť
χαλαρονω
uciekać
začať sa učiť
Φεύγω
pływam codziennie
začať sa učiť
Κολυμπάω κάθε μέρα
Prowadzę
začať sa učiť
οδηγω
rzucać
začať sa učiť
πετώ
szczepić przeciw chorobie
začať sa učiť
εμβολιάζω
powiedzieć
začať sa učiť
λέγω
ciąć, kroić
začať sa učiť
Τομω
walczę
začať sa učiť
παλω
znaczyć
začať sa učiť
σημαίνω
wyrzucać śmieci
začať sa učiť
πετάξω τα σκουπίδια
gotowac
začať sa učiť
μαγειρέψω
uczyć się
začať sa učiť
μαθαίνω
dzwonić
začať sa učiť
κλήσω
podaję chleb mojej mamie
začať sa učiť
Δίνω ψωμί στη μάνα μου
stoję przy kasie
začať sa učiť
Στέκομαι στο ταμείο
ćwiczyć
začať sa učiť
άσκησω
Ασκούμαι δύο φορές την ημέρα στο γυμναστήριο
prasować
začať sa učiť
σίδερω
pakować się
začať sa učiť
πακετάρω
liczyć
začať sa učiť
μετραω
opowiadać
začať sa učiť
λέγω
zarabiać
začať sa učiť
κερδίζω
wygrywać
začať sa učiť
νίκω
wysyłać
začať sa učiť
στείλετω
powtarzać
začať sa učiť
επαναλαμβάνω
Συχνά επαναλαμβάνω λέξεις ενώ μαθαίνω
szukać
začať sa učiť
ψάχνω
zapraszać
začať sa učiť
προσκαλώ
przenieść się
začať sa učiť
κίνησω
chcieć
začať sa učiť
θέλω
odpowiadać
začať sa učiť
απάντησω/απαντάω
czekać
začať sa učiť
αναμονω
αναμονω για εσένα
cierpieć
začať sa učiť
υποφέρω
tworzyć
začať sa učiť
δημιουργώ
wiedzieć
začať sa učiť
γνωρίζω
rabować
začať sa učiť
ληστεύω
zabierać
začať sa učiť
παίρνω
spieszyć sie
začať sa učiť
βιαζομαι
pomagać
začať sa učiť
βοήφαω
Spać
začať sa učiť
Κοιμάμαι
Mam bzika na punkcie fig
začať sa učiť
τρελαίνομαι για συκά
uwolnić się
začať sa učiť
δραπετεύω
kochać
začať sa učiť
αγάπω
pracować
začať sa učiť
δουλεύω
potrzebować
začať sa učiť
χρειάζομαι
pytać
začať sa učiť
ρωτάω
mieszkać
začať sa učiť
ζω
podróżować
začať sa učiť
ταξιδεύω
próbować
začať sa učiť
προσπαθώ
znać
začať sa učiť
ξέρω
słuchać
začať sa učiť
ακούω
tanczyć
začať sa učiť
χορεύω
pieprzyć
začať sa učiť
γαμώ
Μου αρέσει να γαμώ τον γείτονά μου
studiować
začať sa učiť
σπουδάζω
uczyć się
začať sa učiť
μαθαίνω
biegać
začať sa učiť
τρέχω
kupować
začať sa učiť
αγοράζω
patrzeć
začať sa učiť
Κοίτα
śpiewać
začať sa učiť
τραγουδώ
zawierać
začať sa učiť
περιέχω
przemawiać
začať sa učiť
μιλώ
czytać
začať sa učiť
διάβασω
Przywiązuję się
začať sa učiť
δένομαι
Δένομαι πολύ με τα πράγματα
opiekować się
začať sa učiť
φροντίζω
φροντίζει πολύ καλά τα αδέρφια της
ufam ci
začať sa učiť
σε εμπιστεύομαι
Σε εμπιστεύομαι γιατί είσαι όμορφη
ponieść porażkę
začať sa učiť
αποτυγχάνω
Πάντα αποτυγχάνω όταν παίζω ποδόσφαιρο
dostarczyć
začať sa učiť
παραδίδω
Παραδίδω δέματα πρωί και βράδυ
przegrałem / zgubiłem
začať sa učiť
χάνω
Συχνά χάνομαι στη γειτονιά μου
wierzyć
začať sa učiť
πιστεύω
Δεν πιστεύω ούτε λέξη από αυτά που λες
wymagać
začať sa učiť
απαιτώ
πρέπει να απαιτείς πολλά από τον εαυτό σου
zależy mi
nie obchodzi go to zbytnio
začať sa učiť
νοιαζώ
δεν τον νοιάζει πολύ
wątpię
začať sa učiť
αμφιβάλλω
Δεν αμφιβάλλω για αυτόν
Dzwonię
začať sa učiť
παίρνω τηλέφωνο
Σε παίρνω τηλέφωνο αλλά δεν το σηκώνεις
oddawać
ona wraca
začať sa učiť
επιστρέφω
επιστρέφει το βιβλίο στη βιβλιοθήκη
podejście
Podchodzę do tego z uśmiechem
začať sa učiť
πλησιάζω
Το πλησιάζω με ένα χαμόγελο
oznaczać
začať sa učiť
εννοώ
το εννοεί; δεν το εννοώ
ratować
začať sa učiť
σωζώ
σώζει το παιδί του
Oferuję
začať sa učiť
προσφέρω
Σας προσφέρω τα καλύτερα έπιπλα στον κόσμο
należeć
začať sa učiť
ανήκω
Δεν σου ανήκω
studiować
začať sa učiť
μελετώ
μελετώ ελληνικά
zawierać
začať sa učiť
συμπεριλαμβάνω
τι συμπεριλαμβάνει το μενού
podnieść
začať sa učiť
σηκώνω
αυτοί σηκώνουν τα πράγματα
mieć nadzieję
začať sa učiť
ελπιζώ
ελπίζουν πως δεν είναι ακριβό
wyschnąć
začať sa učiť
στεγνώνω
αυτή στεγνώνει τα ρούχα
wychodzić
začať sa učiť
φεύγουμω
δεν φεύγουμε
zasługiwać
začať sa učiť
αξίζω
το αξίζεις
ulepszać
začať sa učiť
βελτιώνω
αυτός βελτιώνει τον υπολογιστή
konserwować
začať sa učiť
διατηρώ
πώς διατηρείς το φαγητό
zapewniać
začať sa učiť
παρεχώ
η πόλη παρέχει όλες τις ανάγκες των κατοίκων της
latać
začať sa učiť
πετώ
πετάνε οι πάπιες
otrzymać/odbierac
začať sa učiť
λαμβάνω
λαμβάνει πολλά μηνύματα
Zająć
začať sa učiť
Καταλαμβάνω
Ο στρατός καταλαμβάνει την πόλη.
Włączać, zawierać
začať sa učiť
Περιλαμβάνω
Το πακέτο περιλαμβάνει όλα τα απαραίτητα.
uniknąć
próbuje uniknąć płacenia podatku
začať sa učiť
αποφύγει
προσπαθεί να αποφύγει την καταβολή φόρου
zareczyć się
začať sa učiť
αρραβωνιάζομαι
Την αρραβωνιάστηκα
przyznać
začať sa učiť
ομολογώ
Πρέπει να ομολογήσω ότι είσαι πολύ όμορφη
Cieszyć się
začať sa učiť
Απολαμβάνω
Απολαμβάνω τον καφέ μου στον κήπο.
Aresztować
začať sa učiť
Συνλαμβάνω
Ο αστυνομικός συνλαμβάνει τον ύποπτο.
Postrzegać
začať sa učiť
Εκλαμβάνω
Ο καλλιτέχνης εκλαμβάνει τον κόσμο με ξεχωριστό τρόπο.
Podjąć
začať sa učiť
Αναλαμβάνω
Αναλαμβάνω το έργο με προσήλωση και ενθουσιασμό
całować się
začať sa učiť
φιλω
Μου αρέσει να χαϊδεύω και να φιλάω την κοπέλα μου
odwiedzać
začať sa učiť
επισκέπτομαι
Επισκέπτομαι τους γονείς μου δύο φορές την εβδομάδα
pieprzyć się (z kimś)
začať sa učiť
γαμώ (με κάποιον)
Γαμώ με την κοπέλα μου τρεις φορές την ημέρα
osiągać
ciężko jest osiągnąć zamierzone cele
začať sa učiť
φέρνω σε πέρας
είναι δύσκολο να επιτευχθεί οι προβλεπόμενοι στόχοι
doceniać
začať sa učiť
εκτιμώ
δεν εκτιμά τη δουλειά μας
pieścić
začať sa učiť
χαϊδεύω
Gotuję
začať sa učiť
βράζω / μαγειρευω
η γυναίκα μου μαγειρεύει πολύ καλά
Myślę
začať sa učiť
σκέφτομαι
εγώ σκέφτομαι
Zaprzeczać
začať sa učiť
να αρνούμαι
Το αρνούμαι
woleć
začať sa učiť
να προτιμώ
ποιο προτιμάτε. Προτιμώ τον καφέ από το τσάι
Akceptuję
začať sa učiť
δέχομαι
Δεν το δέχομαι αυτό. Γιατί δεν Το δέχεσαι
pracować
začať sa učiť
να Εργάζεμαι
Εργάζεσαι σε γραφείο
szanować
začať sa učiť
να σέβομαι
σέβομαι τον πατέρα μου, δεν σέβεσαι κανέναν και τίποτα
przyjmować
začať sa učiť
να Δέχομαι
δεχόμαστε πολλά δώρα
pamiętać
začať sa učiť
θυμάμαι
Πρέπει να θυμάμαι πολλά πράγματα. τη θυμάται; Δεν το θυμάμαι
utrudniać, przeszkadzać
začať sa učiť
εμποδίζω, ενοχλώ
τα πράγματα στην πόρτα εμποδίζουν
ufać
začať sa učiť
εμπιστεύομαι
Δεν ξέρω γιατί δεν τον εμπιστεύονται, σε εμπιστεύομαι
polecać
začať sa učiť
συστημώ
μας συστήνουν ένα καλό βιβλίο
zapamiętać
začať sa učiť
να θυμάμαι
τη θυμάται; Δεν το θυμάμαι
łapać
začať sa učiť
πιανώ
Πιάνω ένα βιβλίο που πέφτει
wydawać
začať sa učiť
Ξοδεύω
Ξοδεύω πολλά χρήματα σε βιβλία. Πρέπει να ξοδέψω λιγότερα χρήματα για ψώνια
iść do góry
začať sa učiť
ανεβαίνω
Εγώ ανεβαίνω και εσύ κατεβαίνεις
schodzić
začať sa učiť
κατεβαίνω
Δεν μου αρέσει να κατεβαίνω στα βουνά
boleć
začať sa učiť
ποναώ
Δεν ποναώ όταν πέφτω
życzyć
začať sa učiť
εύχομαι
σου εύχομαι καλό καλοκαίρι
ubierać się
začať sa učiť
ντύνομαι
Όταν πηγαίνω στη δουλειά μου ντύνομαι μια κοντή φούστα και ένα στενό μπλουζάκι
wstawać
začať sa učiť
Σήκω πάνω
Σηκώνομαι από το κρεβάτι πολύ νωρίς το πρωί
zakladać
začať sa učiť
βάζω
βάζω το παλτό μου, βαζω τα παπούτσια
brać prysznic
začať sa učiť
κάνω ντους
zdejmować
začať sa učiť
βγάζω
βγαζω τα παπούτσια μου. Βγάζω το κοντό μου φόρεμα
jeść obiad
začať sa učiť
δειπνώ
kłaść się spać
začať sa učiť
πήγαινε για ύπνο
jeść kolację
začať sa učiť
Φάω βραδινό
wiązać
začať sa učiť
δένω
δένω τα κορδόνια μου
jeść śniadanie
začať sa učiť
τρωω πρωινό
zapinać
začať sa učiť
κουμπώνω
κουμπώνω τα κουμπιά
odpiąć
začať sa učiť
ξεκουμπώνω
ξεκουμπώνω το σουτιέν
obiecuję
začať sa učiť
υπόσχομαι
Το υπόσχομαι
wyglądać
začať sa učiť
φαίνομαι
φαίνομαι καλός; μου φαίνεσαι καλός
Co słychać;
začať sa učiť
τι γίνεται;
marzyć
začať sa učiť
ονειρευόμαι
των χειμώνα ονειρευόμαστε το καλοκαίρι
być ostrożnym
začať sa učiť
προσέξω
τι πρέπει να προσέξω όταν πάω εκεί
robić zakupy
začať sa učiť
κανώ κατάστηματα
piec
začať sa učiť
ψήνω
leniuchować
začať sa učiť
τεμπελιάζω
oglądać telewizję
začať sa učiť
βλέπω τηλεόραση
wspinać się
začať sa učiť
αναρρίχησω
majsterkować
začať sa učiť
μαλακώνω
ogłosić
začať sa učiť
ανακοινώνω
wściec się
začať sa učiť
νευριάζω
szeptać
začať sa učiť
ψιθυρίζω
drukuję
začať sa učiť
εκτυπώνω
wędrować
začať sa učiť
περιπλανώμαι
Idę w dół
začať sa učiť
κάνω κατάβαση

Ak chcete pridať komentár, musíte byť prihlásený.